- φιλοτώθαστος
- φῐλο-τώθαστος, ον,A fond of faultfinding, prob. in Hp.Ep.17 (for φιλοτωθάσσοντα vulg., -τώθασον codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοτώθαστος — ον, Α φιλόψογος, φιλοκατήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τωθάζω «εμπαίζω, περιγελώ, χλευάζω»] … Dictionary of Greek